- εὐπρεπείας
- εὐπρεπείᾱς , εὐπρέπειαgoodly appearancefem acc plεὐπρεπείᾱς , εὐπρέπειαgoodly appearancefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απρέπεια — η (AM ἀπρέπεια) έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας νεοελλ. κακή, απρεπής ενέργεια αρχ. ασχήμια … Dictionary of Greek
ασχημοσύνη — η (AM ἀσχημοσύνη) [ασχήμων] 1. άπρεπη, αισχρή συμπεριφορά 2. άσεμνη πράξη 3. έλλειψη ευπρέπειας αρχ. 1. έλλειψη σχήματος ή μορφής 2. παραμόρφωση του προσώπου εξαιτίας μορφασμών που προκαλεί η μεγάλη προσπάθεια ή η ένταση 3. καταισχύνη, ονειδισμός … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
εκτροχίαση — η 1. η ενέργεια τού εκτροχιάζω 2. το αποτέλεσμα τού εκτροχιάζω, η έξοδος από την τροχιά, κυρίως για οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές 3. μτφ. παρεκτροπή, έξοδος από τα όρια τού πρέποντος ή τής ευπρέπειας … Dictionary of Greek
κοσμοφυλακώ — κοσμοφυλακῶ, έω (Μ) [κοσμοφύλαξ] 1. έχω το εκκλησιαστικό αξίωμα τού κοσμοφύλακα, είμαι φύλακας τού εκκλησιαστικού κόσμου, τής τάξης και ευπρέπειας τής Εκκλησίας 2. είμαι φύλακας τού κόσμου, τού σύμπαντος … Dictionary of Greek
κοσμοφύλαξ — κοσμοφύλαξ, ακος, ὁ (Μ) 1. αυτός που φρουρεί το σύμπαν 2. ανώτερο ιερατικό αξίωμα, ο φύλακας τής τάξης και ευπρέπειας τής Εκκλησίας … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μανιερισμός — (ιταλ. mannierismo). Καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 16o αι. Τα κυριότερα γνωρίσματά του είναι οι επιμηκυσμένες και μακρόστενες μορφές σε υπερβολικά επιτηδευμένες στάσεις, ο υπερβολικός τονισμός των … Dictionary of Greek
παρανομία — η, ΝΜΑ [παράνομος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρανομώ, η παράβαση τών νόμων ή κανόνων τής ευπρέπειας ή τής τάξης, παράνομη πράξη νεοελλ. δράση, πολιτική ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη νομιμότητα αρχ. ως κύριο όν. Παρανομία η αδικία … Dictionary of Greek
περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ … Dictionary of Greek